Το άκαρι είναι μικρό αρθρόποδο και ταξινομείται μαζί με το τσιμπούρι στα ακάρεα. Είναι το πιο ποικιλόμορφο από τα αραχνοειδή και ενώ το τσιμπούρι φαίνεται εύκολα, ένα άκαρι γίνεται δύσκολα ορατό με το ανθρώπινο μάτι καθώς έχει μέγεθος μικρότερο, συνήθως, από ένα χιλιοστό του μέτρου. Μερικά είδη μπορούν να φτάσουν τα 20 χιλιοστά και άλλα, με μέγεθος μόλις 0,08 του χιλιοστόμετρου, μπορούν να κάνουν φωλιά ακόμη και στο θύλακα μιας ανθρώπινης τρίχας. Τα ακάρεα βρίσκονται σχεδόν παντού στη βιόσφαιρα του πλανήτη μας, σε βάθος ακόμη και ως 10 μέτρα μέσα σε έδαφος με ανόργανα υλικά, σε πολικές ή τροπικές περιοχές και ερήμους, σε κρύες ή θερμές πηγές, σε θαλάσσια βάθη ως και 5.000 μέτρα κλπ. Εκτιμάται ότι έχουν περιγραφεί γύρω στα 48.200 είδη ακάρεων, σε συνολικά πάνω από 1 εκατομμύριο είδη που ζουν σήμερα. Φαίνεται πως είναι από τους πιο παλαιούς οργανισμούς πάνω στη Γη και εμφανίστηκαν 400 εκατομμύρια χρόνια πριν στον πλανήτη, ενώ σήμερα ζει το 5% των ειδών που έχουν ποτέ εμφανιστεί.
Μορφολογία
Όπως όλα τα ακάρεα, το άκαρι δεν έχει εντομές που να χωρίζουν τον κεφαλοθώρακα (πρόσωμα) από το οπισθόσωμα (κοιλιά), όπως τα υπόλοιπα αραχνοειδή (π.χ. αράχνη) αλλά τα δύο αυτά μέρη είναι ενωμένα συμπαγώς με μια ανεπαίσθητη ραφή. Ξεχωρίζει όμως το γναθόσωμα, το μέρος από το οποίο τρέφεται το άκαρι, το οποίο προεξέχει από το υπόλοιπο κύριο σώμα του, το ιδιόσωμα. Το ενήλικο άκαρι έχει συνήθως 4 ζεύγη πόδια, όπως τα αραχνοειδή, όμως μερικά είδη έχουν 3 ή και 2 ζεύγη πόδια και μερικά στην ενηλικίωση μένουν με ένα μόνο ζεύγος πόδια. Το γναθόσωμα στο κάθε άκαρι έχει προσαρμοστεί στον τρόπο που τρέφεται ώστε να μπορεί να δαγκώνει, να κεντρίζει, να πριονίζει ή και να ρουφά. Η αναπνοή γίνεται μέσω μικρών ανοιγμάτων στον εξωσκελετό τους, ή και από το ίδιο το κέλυφός τους.