Η οικιακή μύγα (Musca domestica Linnaeus, 1758) είναι έντομο της τάξης των δίπτερων και κατατάσσετα στην οικογένεια Muscidae. Στην Ευρώπη το γένος Musca εκπροσωπείται από δώδεκα είδη. Στην Κύπρο συναντούμε εκτός την οικιακή μύγα τα είδη Musca autumnalis, Musca larvipara, Musca osiris, Musca tempestiva, Musca crassirostris και Musca sorbens, όχι όμως ενδημικά. Το είδος Musca domestica εκπροσωπείται στην Ευρώπη σε δύο υποείδη, στην Κύπρο η οικιακή μύγα είναι η Musca domestica domestica.
Το επίθετον domestica του επιστημονικού ονόματος είναι οικιακή στα λατινικά.
Μπορεί να αναπαράγεται με εξαιρετική ευκολία τόσο εξαιτίας της ικανότητάς της να εναποθέτει αυγά στο εσωτερικό οποιουδήποτε υλικού βιολογικής φύσης το οποίο αποσυντίθεται, τόσο όσο και χάρη στην ταχύτητα με την οποία αναπτύσσονται οι προ νύμφες και γίνονται ενήλικες, με τη σειρά τους ικανές να αναπαραχθούν: περίπου 10 μέρες. Η διάρκεια ζωής της υπό άριστες διατροφικές και περιβαλλοντικές συνθήκες είναι 8-10 μέρες κατά τη διάρκεια των οποίων μπορεί να εναποθέσει έως και 1000 αυγά (150-200 τη φορά κάθε 3-4 μέρες).
Το ενήλικο έντομο χρησιμοποιεί για να τραφεί την προβοσκίδα. Οι στερεές τροφές ραντίζονται με σάλιο για να διαλυθούν και κατόπιν ρουφιούνται από την προβοσκίδα. Παρότι πρόκεινται για οικιακές μύγες, συνήθως περιορισμένες σε κατοικημένο από ανθρώπους περιβάλλον, αυτά τα έντομα μπορούν να πετάξουν μερικά χιλιόμετρα από τον τόπο που γεννήθηκαν. Δραστηριοποιούνται μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας και το βράδυ αναπαύονται στις γωνίες των δωματίων ή "κολλημένες" στις οροφές (ταβάνια). Επίσης οι επιστήμονες την θεωρούν ως το πρώτο είδος ζόμπι του κόσμου.
Οι προνύμφες της οικιακής μύγας έχουν μήκος από 9,5 έως 19,1 χιλιοστά. Ο προσδιορισμός των προνυμφών ταξινομείται σε στάδια: Κατά το πρώτο στάδιο η προνύμφη έχει μήκος 2-5 χιλιοστά, κατά το δεύτερο στάδιο 6-14 και κατά το τρίτο 15-20. Τα στάδια αυτά επιτυγχάνονται σε περίπου 2-3 μέρες για το πρώτο, 3-4 μέρες για το δεύτερο και 4-6 μέρες για το τρίτο (μέχρι την ενήλικη μύγα) αντίστοιχα, από την εναπόθεση των αυγών.
Αν και η τάξη στην οποία ανήκει η οικιακή μύγα έχει ρίζες πολύ πιο αρχαίες, η οικιακή μύγα εξελίχθηκε στην αρχή της Καινοζωϊκής Περιόδου, περίπου 65 εκατομμύρια χρόνια πριν. Υπολογίζεται ότι αυτό το είδος προέρχεται από την Παλαιαρκτική Ζώνη, ιδιαίτερα από τη Μέση Ανατολή. Λόγω της άμεσης συνδαιτυμονικής σχέσης τους με το ανθρώπινο είδος, οι μύγες οφείλουν πιθανώς τη διασπορά τους σε παγκόσμιο επίπεδο στη συμ-μετανάστευση με τους ανθρώπους.
Στα πιο ψυχρά κλίματα, οι μύγες επιβιώνουν μόνο αν συμβιώνουν με τον άνθρωπο. Έχουν την τάση να συνενώνονται και καθίσταται δύσκολο να τις πιάσει κανείς. Είναι ικανές να μεταφέρουν πάνω από 100 παθογόνους παράγοντες οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τον τύφο, τη χολέρα, τη σαλμονέλα, τη σιγκέλωση, τον άνθρακα, μολύνσεις των ματιών και ενδοπαρασιτικούς σκώληκες. Στις φτωχότερες χώρες κάτω από ανεπαρκείς υγειονομικές συνθήκες, οι μύγες βρίσκονται ανάμεσα στους κυριότερους μεταφορείς ασθενειών. Ορισμένα στελέχη έχουν αναπτύξει αντίσταση σε κοινά εντομοκτόνα.
Η οικιακή μύγα τρέφεται με υγρά ή ημι-υγρά πέρα από τα στερεά οργανικά υλικά που προεπεξεργάζεται με το σάλιο ή τον εμετό της. Λόγω της μεγάλης ποσότητας τροφής την οποία προσλαμβάνει ημερησίως, αφήνει περιττώματα σχεδόν συνεχόμενα και αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που καθιστά αυτό το έντομο φορέα επιβλαβών παθογόνων μικροοργανισμών και πολύ επικίνδυνο.