Τα περιστέρια, ή αγριοπερίστερα των βράχων όπως τα ονόμαζε ο Δαρβίνος, (επιστημονικό όνομα Columba livia - Περιστερά η πελιδνή) είναι πτηνά της οικογένειας των περιστερίδων. Έχουν προσαρμοστεί στη ζωή στην πόλη πολύ καλά σε όλο τον κόσμο. Τα περισσότερα είδη έχουν γκριζογάλανο χρώμα και άσπρα πλευρά, ενώ το ινδικό υποείδος Περιστερά ή ενδιάμεσος του Στρίκλαντ έχει γαλαζωπά πλευρά. Η ουρά τους καταλήγει σε μια σκούρα γραμμή και οι φτερούγες έχουν δύο μαύρες γραμμές. Οι διαφορές μεταξύ αρσενικών και θηλυκών είναι λίγες. Τα μικρά περιστέρια ονομάζονται πιτσούνια. Πιτσουνάκια ονομάζονται συμβολικά και τα ζευγαράκια, δεδομένου ότι και οι άνθρωποι, όπως και τα περιστέρια, φέρονται τρυφερά στο έτερό τους ήμισυ.
Τα περιστέρια ζουν σε ανοικτά και ημιανοικτά περιβάλλοντα, όπως για παράδειγμα γκρεμούς που χρησιμοποιούνται για φώλιασμα από τα άγρια περιστέρια. Αν και αρχικά ζούσαν σε άγρια κατάσταση, σταδιακά εγκαταστάθηκαν στις πόλεις. Ο συνολικός πληθυσμός των περιστεριών που στη φύση και στην πόλη είναι στην Ευρώπη 17 με 27 εκατομμύρια πουλιά.
Εδώ και χιλιάδες χρόνια ο άνθρωπος έχει εξημερώσει περιστέρια σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Η παλαιότερη γνωστή μαρτυρία για κατοικίδια περιστέρια προέρχεται από τον καιρό της Πέμπτης Αιγυπτιακής Δυναστείας, το 3000 π.Χ. Κατά τη Ρωμαϊκή Εποχή, σύμφωνα με τον Πλίνιο, τα περιστέρια πουλιόνταν σε πολύ υψηλές τιμές και μάλιστα "λογάριαζαν ακόμα και τη ράτσα και το γενεαλογικό τους δέντρο". Ο Ακμπέρ Χαν, βασιλιάς στις Ινδίες γύρω στα 1600, εκτιμούσε ιδιαίτερα τα περιστέρια, τόσο που δεν είχε ποτέ στην αυλή του λιγότερα από 20000, τα οποία και διασταύρωνε επιτυχώς, όπως λέει ο αυλικός χρονογράφος του.
Η λέξη περιστέρι προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη περιστερά, η οποία θεωρείται αβέβαιης προέλευσης, πιθανόν όμως σχετίζεται με το επίθετο πελιός (ωχρός).